Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

ολόπλευρα [επίρ.] Ολυμπία {Ολυμπίων}
ολόπλευρος [επίθ.] ολυμπιάδα [θηλ.ουσ]
ολοπρόθυμος [επίθ.] ολυμπιακός [επίθ.]
ολόπρωτος [επίθ.] ολυμπιονίκης {(θηλ. ολυ...
όλος [επίθ.] ολύμπιος [επίθ.]
ολοσκότεινος [επίθ.] ολυμπισμός {χωρ. πληθ...
ολόστεγνος [επίθ.] Όλυμπος {-ου κ. -ύ...
ολοστόλιστος [επίθ.] ολωσδιόλου [επίρ.]
ολοσχερής {ολοσχερ-ο... ομάδα {-ας κ. (λ...
ολοσχερώς [επίρ.] ομαδικά [επίρ.]
ολοταχώς [επίρ.] ομαδικός [επίθ.]
ολότελα [επίρ.] ομαδοποίηση [θηλ.ουσ]
ολότητα {χωρ. πληθ... ομαδοποιούμαι [ρ.]
ολούθε [επίρ.] ομαδοποιώ {ομαδοποιε...
ολοφάνερα [επίρ.] ομαλά [επίρ.]
ολοφάνερος [επίθ.] ομαλίζω {ομάλισ-α,...
ολοφραστικός [επίθ.] ομάλιση [θηλ.ουσ]
ολόφτυστος [επίθ.] ομάλισις [θηλ.ουσ]
ολοφυρμός [ουσ αρσ ] ομαλισμός [ουσ αρσ ]
ολοφύρομαι {μόνο σε ε... ομαλοποίηση [θηλ.ουσ]
ολόφωτος [επίθ.] ομαλοποιώ {ομαλοποιε...
ολόχαρος [επίθ.] ομαλός [επίθ.]
ολόχρυσος [επίθ.] ομαλότητα [θηλ.ουσ]
ολόψυχα [επίρ.] ομάλυνση [θηλ.ουσ]
ολόψυχος [επίθ.] ομαλύνω (ομάλ-υνα,...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: