Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

πλανιέμαι μππ. και π... πλαστήρι {πλαστηρ-ι...
πλανίζω {πλάνισ-α,... πλάστης {πλαστών} ...
πλάνισμα [ουσ ουδ.] πλάστιγγα [θηλ.ουσ]
πλανισμένος [επίθ.] πλαστίδιο [ουσ ουδ.]
πλάνο [ουσ ουδ.] πλαστικά [επίρ.]
πλανόβιος [επίθ.] πλαστική [θηλ.ουσ]
πλανόδιος [επίθ.] πλαστικοποιημένος [επίθ.]
πλάνος [επίθ.] πλαστικοποίηση {-ης κ. -ή...
πλάνταγμα {πλαντάγμ-... πλαστικοποιώ {πλαστικοπ...
πλαντάζω {πλάντα-ξα... πλαστικός [επίθ.]
πλανώ [-άς, -ά] ... πλαστικότητα {χωρ. πληθ...
πλανώμαι μππ. και π... πλαστογραφημένος [επίθ.]
πλανώμενος [επίθ.] πλαστογράφηση {-ης κ. -ή...
πλασέμπο {άκλ.} πλαστογραφήσιμος [επίθ.]
πλάση {χωρ. πληθ... πλαστογραφία {πλαστογρα...
πλασιέ {άκλ.} πλαστογράφος [ουσ αρσ και θηλ.]
πλάσιμο {πλασίμ-ατ... πλαστογραφώ {πλαστογρα...
πλάσμα {πλάσμ-ατο... πλαστογράφω (πλαστογρά...
πλασματάκι [ουσ ουδ.] πλαστός [επίθ.]
πλασματικός [επίθ.] πλαστότητα [θηλ.ουσ]
πλασμίνη [θηλ.ουσ] πλαστούργημα {πλαστουργ...
πλασμώδιο {πλασμωδί-... πλαστουργός [ουσ αρσ ]
πλάσσω [ρ. μτβ.] πλαστουργώ {πλαστουργ...
πλασταριά [θηλ.ουσ] πλαταγή [θηλ.ουσ]
πλαστελίνη {χωρ. πληθ... πλαταγίζω {πλατάγισα...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: