Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

βρεφοκτόνος [επίθ.] βρογχιτικός [επίθ.]
βρεφοκτόνος [ουσ αρσ και θηλ.] βρογχογραφία [θηλ.ουσ]
βρεφονηπιακός [επίθ.] βρογχοκήλη {χωρ. πληθ...
βρέφος {βρέφ-ους ... βρογχοπνευμονία {χωρ. πληθ...
βρέχει [ρ. απρ.] βρογχοπνευμονικός [επίθ.]
βρέχομαι παθ. αόρ. ... βρόγχος [ουσ αρσ ]
βρέχω {έβρεξα, β... βρογχοσκόπηση {-ης κ. -ή...
βρίζω {έβρισ-α, ... βρογχοσκόπησις [θηλ.ουσ]
βρίζω {έβρισ-α, ... βρογχοτομή [θηλ.ουσ]
βρίθω {μόνο σε ε... βρόμα {χωρ. γεν....
βρικόλακας {βρικολάκω... βρομάνθρωπος {βρομανθρώ...
βρικολακιάζω {βρικολάκι... βρομάω [-άς, -ά] ...
βρικολάκιασμα [ουσ ουδ.] βρομερός {χωρ. πληθ...
βρικολακιασμένος [επίθ.] βρομερότης [θηλ.ουσ]
βρισιά [θηλ.ουσ] βρομερότητα [θηλ.ουσ]
βρισίδι {χωρ. γεν.... βρόμη [θηλ.ουσ]
βρίσιμο {βρισίμ-ατ... βρομιά {χωρ. γεν....
βρίσκομαι {βρέθηκα (... βρομιάρα [θηλ.ουσ]
βρίσκω {βρήκα (να... βρομιάρης {βρομιάρηδ...
βρισμένος [επίθ.] βρομιάρικος [επίθ.]
βρογχιακός [επίθ.] βρομίζομαι [ρ. παθ.]
βρογχικά [ουσ ουδ πληθ.] βρομίζω (βρόμ-ισα,...
βρογχικός [επίθ.] βρόμικος [επίθ.]
βρογχιόλιο {βρογχιολί... βρόμιο {βρομίου}
βρογχίτιδα {χωρ. πληθ... βρόμισμα [ουσ ουδ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: