Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

αστυνομικίνα {χωρ. γεν.... ασυγχρόνιστος [επίθ.]
αστυνομικός [επίθ.] ασύγχρονος [επίθ.]
αστυνομικός [ουσ αρσ και θηλ.] ασυγχώρετα [επίρ.]
αστυνόμισσα [θηλ.ουσ] ασυγχώρητος [επίθ.]
αστυνομοκρατούμενος [επίθ.] ασυδοσία {χωρ. πληθ...
αστυνόμος [ουσ αρσ και θηλ.] ασύδοτα [επίρ.]
Αστυπαλιά [θηλ.ουσ] ασύδοτος [επίθ.]
Αστυπαλιώτισσα [θηλ.ουσ] ασυζητητί [επίρ.]
αστυφιλία {χωρ. πληθ... ασυλία [θηλ.ουσ]
αστυφύλακας {αστυφυλάκ... ασύλληπτος [επίθ.]
αστυφύλαξ [ουσ αρσ ] ασύλληφτος [επίθ.]
ασύγγνωστος [επίθ.] ασυλλογισιά [θηλ.ουσ]
ασυγκάλυπτος [επίθ.] ασυλλόγιστα [επίρ.]
ασυγκέντρωτος [επίθ.] ασυλλόγιστος [επίθ.]
ασυγκέραστος [επίθ.] ασυλλοϊσιά [θηλ.ουσ]
ασυγκινησία [θηλ.ουσ] ασυλλόιστα [επίρ.]
ασυγκίνητος [επίθ.] άσυλο {ασολ-ου |...
ασυγκράτητος [επίθ.] ασύμβατος [επίθ.]
ασύγκριτα [επίρ.] ασυμβατότητα [θηλ.ουσ]
ασύγκριτος [επίθ.] ασυμβίβαστο [ουσ ουδ.]
ασυγνέφιαστος [επίθ.] ασυμβίβαστος [επίθ.]
ασύγνεφος [επίθ.] ασυμβούλευτος [επίθ.]
ασύγνωστος [επίθ.] ασυμμάζευτα [επίρ.]
ασυγυρισιά [θηλ.ουσ] ασυμμάζευτος [επίθ.]
ασυγύριστος [επίθ.] ασυμμετρία [θηλ.ουσ]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: