Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

απεικονίζω (απεικόν-ι... απειροελάχιστος [επίθ.]
απεικόνιση {-ης κ. -ί... απειροκαλία [θηλ.ουσ]
απεικόνισις [θηλ.ουσ] απειρομεγέθης {απειρομεγ...
απεικόνισμα [ουσ ουδ.] απειροπληθής {απειροπλη...
απεικονισμένος [επίθ.] απειροπόλεμος [επίθ.]
απεικονιστικά [επίρ.] άπειρος{1} [επίθ.]
απεικονιστικός [επίθ.] άπειρος{2} [επίθ.]
απειλή [θηλ.ουσ] απειροστικός [επίθ.]
απειλημένος [επίθ.] απειροστό [ουσ ουδ.]
απειλητικά [επίρ.] απειροστός [επίθ.]
απειλητικός [επίθ.] απειροτεχνία [θηλ.ουσ]
απειλητικότατος [επίθ.] απειρότεχνος [επίθ.]
απειλητικώτατος [επίθ.] απείρως [επίρ.]
απειλούμαι [ρ. παθ.] απεκδέχομαι {απεξεδέχθ...
απειλώ (απείλ-ησα... απεκδοχή [θηλ.ουσ]
απείραγος [επίθ.] απεκδύομαι {απεκδύθηκ...
Απείραθος [κύρ.όν. θηλ.] απεκδύω [ρ. μτβ.]
απείρακτος [επίθ.] απέκκριμα [ουσ ουδ.]
απειράριθμος [επίθ.] απεκκρίνω (απέκκρινα...
απείραχτος [επίθ.] απέκκριση {-ης κ. -ί...
απειρία{1} {χωρ. πληθ... απέκκρισις [θηλ.ουσ]
απειρία{2} {χωρ. πληθ... απεκκριτικός [επίθ.]
άπειρο {απείρου |... απέλαση η, pl απελ...
απειροβαθής [επίθ.] απελαυνόμενος [επίθ.]
απειροελάχιστο [ουσ ουδ.] απελαύνω (απέλ-ασα,...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: