Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

κρέας {κρέατος |... κρεμαγιέρα {δύσχρ. κρ...
κρεαταγορά [θηλ.ουσ] κρεμάλα {χωρ. γεν....
κρεατερός [επίθ.] κρεμάμενος [επίθ.]
κρεατής [επίθ.] κρεμαμός [ουσ αρσ ]
κρεατίνη {κρεατινών... κρεμανταλάς {κρεμανταλ...
κρεατινίνη {κρεατινιν... κρεμανταλού {κρεμαντα-...
κρεατοελιά [θηλ.ουσ] κρέμαση [θηλ.ουσ]
κρεατομηχανή [θηλ.ουσ] κρέμασμα {κρεμάσμ-α...
κρεατόμυγα {χωρ. γεν.... κρεμασμένος [επίθ.]
κρεατόπιτα {δύσχρ. κρ... κρεμασμένος [ουσ αρσ ]
κρεατόσουπα {δύσχρ. κρ... κρεμασμός [ουσ αρσ ]
κρεατοφάγος [επίθ.] κρεμαστά [επίρ.]
κρεατωμένος [επίθ.] κρεμάστα [θηλ.ουσ]
κρεβάτι {κρεβατ-ιο... κρεμαστάρι {κρεμασταρ...
κρεβατίνα {χωρ. γεν.... κρεμαστός [επίθ.]
κρεβατοκάμαρα {δύσχρ. κρ... κρεμάστρα {κρεμαστρώ...
κρεβατομουρμούρα {χωρ. πληθ... κρεματόριο {κρεματορί...
κρεβατωμένος [επίθ.] κρεμάω (κρέμ-ασα,...
κρεβατώνομαι [ρ. παθ.] κρεμεζής [επίθ.]
κρείσσων [επίθ.] κρεμεζί [ουσ ουδ.]
κρείττων [επίθ.] κρεμιέμαι [ρ. παθ.]
κρείττων [επίθ.] κρεμίζω [ρ.]
κρεμ [επίθ.] κρεμισένιος [επίθ.]
κρεμ [ουσ ουδ.] Κρεμλίνο [ουσ ουδ.]
κρέμα {κρεμών} κρεμλινολογία [θηλ.ουσ]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: