Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

ανυψωτικός [επίθ.] ανωτέρω [επίρ.]
ανφάν–γκατέ [ουσ ουδ.] ανωφελέστατος [επίθ.]
αν-φας, ανφάς [επίθ.] ανωφελέστερος [επίθ.]
ανφιβολία [θηλ.ουσ] ανωφέλευτος [επίθ.]
άνω [επίθ.] ανωφελής {ανωφελ-ού...
άνω [επίρ.] ανώφελος [αρσ. επίθ και ουσ]
ανωβάνω ipf απανώβ... ανωφελώς [επίρ.]
ανώγιν [ουσ ουδ.] ανωφέρεια {ανωφερειώ...
ανώδυνος [επίθ.] ανώφλι {ανωφλ-ιού...
άνωθε [επίρ.] ανώφορον [ουσ ουδ.]
άνωθεν [επίρ.] Αξά [θηλ.ουσ]
άνω-κάτω [επίρ.] αξάγγλυγος [επίθ.]
ανωμαλία {ανωμαλιών... αξάγκλυγος [επίθ.]
ανώμαλος [επίθ.] αξάδα [θηλ.ουσ]
ανωνυμία {χωρ. πληθ... αξαίνω ipf αύξαιν...
ανώνυμος [επίθ.] αξάν [ουσ ουδ.]
ανώριμος [επίθ.] άξαστος [επίθ.]
ανωριμότητα {χωρ. πληθ... άξαφνα [επίρ.]
άνωση {-ης κ. -ώ... άξαφνος [επίθ.]
άνωσις [θηλ.ουσ] αξεδιάλυτος [επίθ.]
ανώτατος [επίθ.] αξεδίψαστος [επίθ.]
ανώτατος [επίθ.] αξεθώριαστος [επίθ.]
ανώτερος [επίθ.] αξεκαθάριστος [επίθ.]
ανώτερος {κ. (λόγ.) αξελάφρωτος [επίθ.]
ανωτερότητα η, gen ανω... αξεμολόγητα [επίρ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: