Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

νάζια [θηλ.ουσ] ναπολιτάνικος [επίθ.]
ναζιάρα {χωρ. πληθ... Ναπολιτάνος [ουσ αρσ ]
ναζιάρης {ναζιάρηδε... ναργιλές [ουσ αρσ ]
ναζιάρικα [επίρ.] νάρθηκας {ναρθήκων}
ναζισμός [ουσ αρσ ] ναρκαλιεία {χωρ. πληθ...
ναζιστής [ουσ αρσ ] ναρκαλιευτής [ουσ ουδ.]
ναζιστικοποιώ [ρ.] ναρκαλιευτικό [ουσ ουδ.]
ναζού {ναζούδες} νάρκη {ναρκών}
ναι [επίρ.] ναρκισσισμός {χωρ. πληθ...
Ναϊάδα [θηλ.ουσ] ναρκισσιστής [ουσ αρσ ]
νάιλον [ουσ ουδ.] Νάρκισσος [κύρ.όν. αρσ.]
ναΐσκος [ουσ αρσ ] ναρκοθεραπεία {ναρκοθερα...
Ναΐτης [ουσ αρσ ] ναρκοθετημένος [επίθ.]
ναΐφ [επίθ.] ναρκοθέτης [ουσ αρσ ]
νανισμός {χωρ. πληθ... ναρκοθετώ {ναρκοθετε...
νανοειδής [επίθ.] ναρκοληψία {χωρ. πληθ...
νάνος [ουσ αρσ ] ναρκομανής [ουσ αρσ και θηλ.]
νανουρίζω {νανούρισ-... ναρκομανία [θηλ.ουσ]
νανούρισμα {νανουρίσμ... ναρκοπέδιο {ναρκοπεδί...
νανώδης [επίθ.] ναρκοσυλλέκτης {ναρκοσυλλ...
Νάξος [θηλ.ουσ] Ναρκοτίνη [θηλ.ουσ]
ναός [ουσ αρσ ] νάρκωμα [ουσ ουδ.]
ναπολεόντειος [επίθ.] ναρκωμένα [επίρ.]
Ναπολέων {Ναπολέοντ... ναρκωμένος [επίθ.]
Νάπολι [ουσ ουδ.] ναρκώνομαι [ρ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: