Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ναρκώνομαι
ρήμα

1 intormentirsi
2 intorpidire
3 intorpidirsi
4 ingranchirsi

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ναρκωμένος ναρκώνω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---