Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

πατσαβούρα {χωρ. γεν.... παχυδερμία {χωρ. πληθ...
πατσάς {πατσάδες} παχυδερμικός [επίθ.]
πατσατζίδικο [ουσ ουδ.] παχύδερμο [ουσ ουδ.]
πατσίζω {πάτσισα} ... παχύδερμος [επίθ.]
πατώ {πατ-είς κ... παχυδέρμος [επίθ.]
πάτωμα {πατώμ-ατο... πάχυνση {-ης κ. -ύ...
πατωματζής {πατωματζή... παχύνω (πάχυνα)
πατωσιά [θηλ.ουσ] παχύρρευστος [επίθ.]
παύλα {παυλών} παχύς {παχ-ύ κ. ...
παύση {-ης κ. -ε... παχυσαρκία {χωρ. πληθ...
παυσίπονο [ουσ ουδ.] παχύσαρκος [επίθ.]
παυσίπονος [επίθ.] παχύσωμος [επίθ.]
παύω {έπαψα κ. ... παχύτητα [θηλ.ουσ]
παφ! [επιφ.] πάω πας, πάει,...
πάφιλας {χωρ. γεν.... πέδη [θηλ.ουσ]
παφιλένιος [επίθ.] πέδηση [θηλ.ουσ]
παφλάζω {πάφλασα} ... πεδιάδα [θηλ.ουσ]
πάφλασμα {παφλάσματ... πέδικλο [ουσ ουδ.]
παφλασμός [ουσ αρσ ] πεδικλώνω {πεδίκλω-σ...
παχαίνω {πάχυνα} (... πέδιλο [ουσ ουδ.]
παχιά [επίρ.] πεδιλοδρομία [θηλ.ουσ]
πάχνη {χωρ. πληθ... πεδινός [επίθ.]
παχνί {παχν-ιού ... πεδίο [ουσ ουδ.]
πάχος {πάχ-ους |... πεδιόμετρο [ουσ ουδ.]
παχουλός [επίθ.] πεδούκλα [θηλ.ουσ]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: