Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

πυρηνοκινησία [θηλ.ουσ] πυροβολούμαι [ρ.]
πυρηνόπλασμα [ουσ ουδ.] πυροβολώ {πυροβολεί...
πυρηνοπρωτεΐνη [θηλ.ουσ] πυρογαλλόλη [θηλ.ουσ]
πυριγενής {πυριγεν-ο... πυρογραφία {χωρ. πληθ...
πυριδίνη [θηλ.ουσ] πυροδότηση {-ης κ. -ή...
πυρίμαχος [επίθ.] πυροκροτητής [ουσ αρσ ]
πύρινος [επίθ.] πυρολάτρης {πυρολατρώ...
πυρίπνους [επίθ.] πυρόλιθος {πυρολίθ-ο...
πυρίτης {πυριτών} πυρολουσίτης [θηλ.ουσ]
πυριτίαση [θηλ.ουσ] πυρόλυση {-ης κ. -ύ...
πυρίτιδα {χωρ. πληθ... πυρομανής {πυρομαν-ο...
πυριτίδα [θηλ.ουσ] πυρομανία [θηλ.ουσ]
πυριτιδαποθήκη {πυριτιδαπ... πυρομαντεία {πυρομαντε...
πυριτιδόκονις [θηλ.ουσ] πυρομάντης {πυρομάντ-...
πυριτιδοποιείο [ουσ ουδ.] πυρομαχικά [ουσ ουδ πληθ.]
πυριτιδοποιία {χωρ. πληθ... πυρομαχικό [ουσ ουδ.]
πυριτικός [επίθ.] πυρομεταλλουργία {χωρ. πληθ...
πυριφλεγής {πυριφλεγ-... πυρομετρία [θηλ.ουσ]
πυρκαγιά [θηλ.ουσ] πυρομετρικός [επίθ.]
πυρκαϊά [θηλ.ουσ] πυρόμετρο {πυρομέτρ-...
πυροβολαρχία {πυροβολαρ... πυροξένιο [ουσ ουδ.]
πυροβολητής [ουσ αρσ ] πυροξυλίνη [θηλ.ουσ]
πυροβολικό [ουσ ουδ.] πυρός [επίθ.]
πυροβολισμός [ουσ αρσ ] πυρόσβεση {-ης κ. -έ...
πυροβόλο [ουσ ουδ.] πυροσβεστήρας [ουσ αρσ ]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: