Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

albarèllo (ουσ αρσ ) albóre (ουσ αρσ )
àlbatro (ουσ αρσ ) alborèlla (θηλ.ουσ)
albeggiaménto (ουσ αρσ ) albùgine (θηλ.ουσ)
albeggiàre (ρ.αμτβ.) àlbum (ουσ αρσ )
alberàre (ρ. μτβ.) albùme (ουσ αρσ )
alberàta (θηλ.ουσ) albumìna (θηλ.ουσ)
alberàto (επίθ.) albuminàto (επίθ.)
alberatùra (θηλ.ουσ) albuminòide (αρσ. επίθ και ουσ)
alberèllo (ουσ αρσ ) albuminóso (επίθ.)
alberéta (θηλ.ουσ) albùrno (ουσ αρσ )
alberéto (ουσ αρσ ) àlca (θηλ.ουσ)
albergaccio (ουσ αρσ ) alcàico (αρσ. επίθ και ουσ)
albergàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) alcalescènte (επίθ.)
albergatóre (ουσ αρσ ) alcalescènza (θηλ.ουσ)
alberghétto (ουσ αρσ ) àlcali (ουσ αρσ )
alberghièro (αρσ. επίθ και ουσ) alcalimetrìa (θηλ.ουσ)
albèrgo (ουσ αρσ ) alcalìmetro (ουσ αρσ )
alberìno (ουσ αρσ ) alcalinità (θηλ.ουσ)
àlbero (ουσ αρσ ) alcalinizzàre (ρ. μτβ.)
albicòcca (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) alcalìno (επίθ.)
albicòcco (ουσ αρσ ) alcalòide (ουσ αρσ )
albinìsmo (ουσ αρσ ) alcànna (θηλ.ουσ)
albìno (αρσ. επίθ και ουσ) alcàno (ουσ αρσ )
àlbo (ουσ αρσ ) àlce (ουσ αρσ και θηλ.)
àlbo (επίθ.) alchène (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: