Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

nabàbbo (ουσ αρσ ) napèllo (ουσ αρσ )
nàcchera (θηλ.ουσ) napoleóne (ουσ αρσ )
nadìr (ουσ αρσ ) napoleònico (αρσ. επίθ και ουσ)
nadiràle (επίθ.) napoleònide (ουσ αρσ και θηλ.)
nàfta (θηλ.ουσ) napoletàna (θηλ.ουσ)
naftalìna (θηλ.ουσ) napoletàno (ουσ αρσ )
naftène (ουσ αρσ ) napoletàno (επίθ.)
naftilammìna (θηλ.ουσ) nàpoli (ουσ αρσ και θηλ.)
naftìle (ουσ αρσ ) nàppa (θηλ.ουσ)
naftòlo (ουσ αρσ ) nàppo (ουσ αρσ )
nàia (θηλ.ουσ) narcisìsmo (ουσ αρσ )
nàiade (θηλ.ουσ) narcisìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
naïf (αρσ. επίθ και ουσ) narcisìstico (επίθ.)
nàilon (ουσ αρσ ) narcìso (ουσ αρσ )
nanchìno (ουσ αρσ ) narcoanàlisi (θηλ.ουσ)
nandù (ουσ αρσ ) narcolessìa (θηλ.ουσ)
nanìsmo (ουσ αρσ ) narcòsi (θηλ.ουσ)
nànna (θηλ.ουσ) narcoterapìa (θηλ.ουσ)
nannùfaro (ουσ αρσ ) narcòtico (ουσ αρσ )
nàno (ουσ αρσ ) narcòtico (επίθ.)
nàno (επίθ.) narcotìna (θηλ.ουσ)
nanoide (επίθ.) narcotìsmo (ουσ αρσ )
nanosecóndo (ουσ αρσ ) narcotizzàre (ρ. μτβ.)
nàpalm (ουσ αρσ ) narcotizzazióne (θηλ.ουσ)
napèa (θηλ.ουσ) nàrdo (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: