Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

alcalinizzàre (ρ. μτβ.) alcolizzàto (αρσ. επίθ και ουσ)
alcalìno (επίθ.) alcolòmetro (ουσ αρσ )
alcalòide (ουσ αρσ ) àlcool (ουσ αρσ )
alcànna (θηλ.ουσ) alcoòlico (αρσ. επίθ και ουσ)
alcàno (ουσ αρσ ) alcòva (θηλ.ουσ)
àlce (ουσ αρσ και θηλ.) alcunché (οριστ. αντων.)
alchène (ουσ αρσ ) alcùno (οριστ. επίθ.)
alchìle (ουσ αρσ ) aldèide (θηλ.ουσ)
alchìlico (επίθ.) aldèidico, aldeìdico (επίθ.)
alchìmia, alchimìa (θηλ.ουσ) aldilà (ουσ αρσ )
alchimìsta (ουσ αρσ και θηλ.) alé (επιφ.)
alchimìstico (επίθ.) àlea (θηλ.ουσ)
alchimizzàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) aleatòrio (επίθ.)
Alcibìade (ουσ αρσ ) aleggiàre (ρ.αμτβ.)
alcióne (ουσ αρσ ) alesàggio (ουσ αρσ )
àlcol (ουσ αρσ ) alesàre (ρ. μτβ.)
alcolàto (ουσ αρσ ) alesatóre (ουσ αρσ )
àlcole (ουσ αρσ ) alesatrìce (θηλ.ουσ)
alcolemìa (θηλ.ουσ) alesatùra (θηλ.ουσ)
alcolicità (θηλ.ουσ) alessandrìno (επίθ.)
alcòlico (αρσ. επίθ και ουσ) Alessàndro (ουσ αρσ )
alcolìmetro (ουσ αρσ ) alétta (θηλ.ουσ)
alcolìsmo (ουσ αρσ ) alettàre (ρ. μτβ.)
alcolìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) alettatùra (θηλ.ουσ)
alcolizzàre (ρ. μτβ.) alettòne (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: