Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

còpto (ουσ αρσ ) corazzàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
còpto (επίθ.) corazzàta (θηλ.ουσ)
còpula (θηλ.ουσ) corazzàto (επίθ.)
copulatìvo (αρσ. επίθ και ουσ) corazzatùra (θηλ.ουσ)
copulazióne (θηλ.ουσ) corazzière (ουσ αρσ )
copyright (ουσ αρσ ) còrba (θηλ.ουσ)
coque (θηλ.ουσ) corbàme (ουσ αρσ )
coràggio (ουσ αρσ ) corbeille (θηλ.ουσ)
coraggióso (επίθ.) corbellàre (ρ.αμτβ.)
coràle (θηλ.ουσ) corbellàre (ρ. μτβ.)
coràle (επίθ.) corbellatóre (αρσ. επίθ και ουσ)
corallàio (ουσ αρσ ) corbellatùra (θηλ.ουσ)
corallìfero (επίθ.) corbellerìa (θηλ.ουσ)
corallìna (θηλ.ουσ) corbèllo (ουσ αρσ )
corallìno (επίθ.) corbézzola (θηλ.ουσ)
coràllo (ουσ αρσ ) corbézzoli (επιφ.)
coràllo (επίθ.) corbézzolo (ουσ αρσ )
coràme (ουσ αρσ ) corcontènto (ουσ αρσ και θηλ.)
coramèlla (θηλ.ουσ) còrda (θηλ.ουσ)
corànico (επίθ.) cordàio (ουσ αρσ )
coràno (ουσ αρσ ) cordàme (ουσ αρσ )
coràta (θηλ.ουσ) cordàta (θηλ.ουσ)
coratèlla (θηλ.ουσ) cordàti (ουσ αρσ πληθ.)
coràzza (θηλ.ουσ) cordellìna (θηλ.ουσ)
corazzàre (ρ. μτβ.) corderìa (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: