Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

elipòrto (ουσ αρσ ) ellìssi (θηλ.ουσ)
elisabettiàno (επίθ.) ellissògrafo (ουσ αρσ )
elisióne (θηλ.ουσ) ellissoidàle (επίθ.)
elisìr (ουσ αρσ ) ellissòide (ουσ αρσ )
elisìre (ουσ αρσ ) ellitticaménte (επίρ.)
elìso (ουσ αρσ ) ellìttico (επίθ.)
elìso (επίθ.) elmétto (ουσ αρσ )
elisoccórso (ουσ αρσ ) elmìnti (ουσ αρσ πληθ.)
elitàrio (επίθ.) elmintìasi (θηλ.ουσ)
elitarìsmo (ουσ αρσ ) elmìntico (επίθ.)
élite (θηλ.ουσ) elmintologìa (θηλ.ουσ)
èlitra (θηλ.ουσ) elmintològico (επίθ.)
elitrasportàto (επίθ.) elmintòlogo (ουσ αρσ )
élla (προσωπ. αντων.) élmo (ουσ αρσ )
Èllade (κύρ.όν. θηλ.) elocuzióne (θηλ.ουσ)
èlle (ουσ αρσ και θηλ.) elodèrma (ουσ αρσ )
elleborìna (θηλ.ουσ) elogiàbile (επίθ.)
ellèboro (ουσ αρσ ) elogiàre (ρ. μτβ.)
ellènico (επίθ.) elogiatìvo (επίθ.)
ellenìsmo (ουσ αρσ ) elogiatóre (αρσ. επίθ και ουσ)
ellenìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) elògio (ουσ αρσ )
ellenìstico (αρσ. επίθ και ουσ) elogìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
ellenizzàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) elongazióne (θηλ.ουσ)
Ellespònto (κύρ.όν. αρσ.) eloquènte (επίθ.)
ellìsse (θηλ.ουσ) eloquenteménte (επίρ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: