Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

lògico (επίθ.) Lombardìa (κύρ.όν. θηλ.)
logìstica (θηλ.ουσ) lombàrdo (ουσ αρσ )
logìstico (επίθ.) lombàrdo (επίθ.)
loglierello (ουσ αρσ ) lombàre (επίθ.)
lòglio (ουσ αρσ ) lombàta (θηλ.ουσ)
logografìa (θηλ.ουσ) lómbo (ουσ αρσ )
logògrafo (ουσ αρσ ) lombosacràle (επίθ.)
logogrìfo, logògrifo (ουσ αρσ ) lombricàle (αρσ. επίθ και ουσ)
logomachìa (θηλ.ουσ) lombrìco (ουσ αρσ )
logopatìa (θηλ.ουσ) londinése (ουσ αρσ και θηλ.)
logopedìa (θηλ.ουσ) londinése (επίθ.)
logoplegìa (θηλ.ουσ) Lòndra (θηλ.ουσ)
logoraménto (ουσ αρσ ) longànime (επίθ.)
logorànte (επίθ.) longanimità (θηλ.ουσ)
logoràre (ρ. μτβ.) longevità (θηλ.ουσ)
logoràrsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.) longèvo (επίθ.)
logorìo (ουσ αρσ ) longherìna (θηλ.ουσ)
lógoro (επίθ.) longheróne (ουσ αρσ )
logorrèa (θηλ.ουσ) longilìneo (αρσ. επίθ και ουσ)
logorròico (αρσ. επίθ και ουσ) longitìpo (ουσ αρσ )
lògos (ουσ αρσ ) longitudinàle (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
logotìpo (ουσ αρσ ) longitudinalménte (επίρ.)
lolìta (θηλ.ουσ) longitùdine (θηλ.ουσ)
lòlla (θηλ.ουσ) longobàrdico (επίθ.)
lombàggine (θηλ.ουσ) longobàrdo (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: