Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

appellabilità (θηλ.ουσ) appetìre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
appellànte (ουσ αρσ και θηλ.) appetìto (ουσ αρσ )
appellànte (επίθ.) appetitóso (επίθ.)
appellàre (ρ. μτβ.) appezzaménto (ουσ αρσ )
appellàrsi (ρ. μ. αμτβ.) appezzàre (ρ. μτβ.)
appellatìvo (αρσ. επίθ και ουσ) appianaménto (ουσ αρσ )
appellàto (αρσ. επίθ και ουσ) appianàre (ρ. μτβ.)
appèllo (ουσ αρσ ) appianarsi (ρ.μ. (αντων.))
appéna (επίρ.) appianatóia (θηλ.ουσ)
appèndere (ρ. μτβ.) appianatóio (ουσ αρσ )
appendìce (θηλ.ουσ) appiattaménto (ουσ αρσ )
appendicectomìa (θηλ.ουσ) appiattàre (ρ. μτβ.)
appendicìte (θηλ.ουσ) appiattàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
Appennìni (ουσ αρσ πληθ.) appiattiménto (ουσ αρσ )
appesantiménto (ουσ αρσ ) appiattìre (ρ. μτβ.)
appesantìre (ρ. μτβ.) appiattìrsi (ρ. μ. αμτβ.)
appesantìrsi (ρ. μ. αμτβ.) appiccàgnolo (ουσ αρσ )
appéso (αρσ. επίθ και ουσ) appiccàre (ρ. μτβ.)
appestàre (ρ. μτβ.) appiccarsi (ρ.μ. (αντων.))
appestarsi (ρ.μ. (αντων.)) appiccicàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
appestàto (ουσ αρσ ) appiccicàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
appestàto (επίθ.) appiccicatìccio (αρσ. επίθ και ουσ)
appetènza (θηλ.ουσ) appiccicatùra (θηλ.ουσ)
appetìbile (αρσ. επίθ και ουσ) appiccichìno (ουσ αρσ )
appetibilità (θηλ.ουσ) appiccicóso (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: