Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

corvétta (θηλ.ουσ) cosiddétto (επίθ.)
corvìno (αρσ. επίθ και ουσ) cosiffàtto (επίθ.)
còrvo (ουσ αρσ ) cosinusòide (θηλ.ουσ)
còsa (θηλ.ουσ) cosmètica (θηλ.ουσ)
cosà (επίρ.) cosmètico (ουσ αρσ )
cosàcco (αρσ. επίθ και ουσ) cosmètico (επίθ.)
cosàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) cosmetìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
còsca (θηλ.ουσ) cosmetologìa (θηλ.ουσ)
còscia (θηλ.ουσ) còsmico (επίθ.)
cosciàle (ουσ αρσ ) còsmo (ουσ αρσ )
cosciènte (επίθ.) cosmòdromo, cosmodròmo (ουσ αρσ )
cosciènza (θηλ.ουσ) cosmogonìa (θηλ.ουσ)
coscienziosaménte (επίρ.) cosmogònico (επίθ.)
coscienziosità (θηλ.ουσ) cosmografìa (θηλ.ουσ)
coscienzióso (επίθ.) cosmogràfico (επίθ.)
cosciòtto (ουσ αρσ ) cosmògrafo (ουσ αρσ )
coscrìtto (αρσ. επίθ και ουσ) cosmologìa (θηλ.ουσ)
coscrìvere (ρ. μτβ.) cosmològico (επίθ.)
coscrizióne (θηλ.ουσ) cosmòlogo (ουσ αρσ )
cosecànte (θηλ.ουσ) cosmonàuta (ουσ αρσ και θηλ.)
coséno (ουσ αρσ ) cosmonàutica (θηλ.ουσ)
cosfì (ουσ αρσ ) cosmonàutico (επίθ.)
cosfìmetro (ουσ αρσ ) cosmonàve (θηλ.ουσ)
così (επίρ.) cosmopolìta, cosmopòlita (ουσ αρσ και θηλ.)
cosicché (σύνδ.) cosmopolìta, cosmopòlita (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: