Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

crìsi (θηλ.ουσ) cristianésimo (ουσ αρσ )
crìsma (ουσ αρσ ) cristianità (θηλ.ουσ)
crisoberìllo (ουσ αρσ ) cristianizzàre (ρ. μτβ.)
crisoelefantìno (επίθ.) cristiàno (ουσ αρσ )
crisofìcea (θηλ.ουσ) cristiàno (επίθ.)
crisografìa (θηλ.ουσ) cristiàno–sociàle (επίθ.)
crisòlito (ουσ αρσ ) Crìsto (αρσ. επίθ και ουσ)
cristallàio (ουσ αρσ ) cristo (επιφ.)
cristallerìa (θηλ.ουσ) cristocentrìsmo (ουσ αρσ )
cristallièra (θηλ.ουσ) cristolatrìa (θηλ.ουσ)
cristallinità (θηλ.ουσ) cristologìa (θηλ.ουσ)
cristallìno (ουσ αρσ ) cristològico (επίθ.)
cristallìno (επίθ.) cristòlogo (ουσ αρσ )
cristallizzàbile (επίθ.) critèrio (ουσ αρσ )
cristallizzàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) critèrium (ουσ αρσ )
cristallizzàrsi (ρ. μ. αμτβ.) crìtica (θηλ.ουσ)
cristallizzatóre (αρσ. επίθ και ουσ) criticàbile (επίθ.)
cristallizzazióne (θηλ.ουσ) criticàre (ρ. μτβ.)
cristàllo (ουσ αρσ ) criticìsmo (ουσ αρσ )
cristallografìa (θηλ.ουσ) criticità (θηλ.ουσ)
cristallogràfico (επίθ.) crìtico (ουσ αρσ )
cristallògrafo (ουσ αρσ ) crìtico (επίθ.)
cristallòide (αρσ. επίθ και ουσ) criticóne (ουσ αρσ )
cristianaménte (επίρ.) crittògama (θηλ.ουσ)
cristianeggiàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) crittogamìa (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: