Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tetravalènza (θηλ.ουσ) tiàra (θηλ.ουσ)
tètro (επίθ.) tiazòlo (ουσ αρσ )
tètrodo (ουσ αρσ ) Tiberìade (κύρ.όν. θηλ.)
tetròssido (ουσ αρσ ) tiberìno (επίθ.)
tétta (θηλ.ουσ) Tibèrio (κύρ.όν. αρσ.)
tettarèlla (θηλ.ουσ) tibetàno (ουσ αρσ )
tétto (ουσ αρσ ) tibetàno (επίθ.)
tettóia (θηλ.ουσ) tìbia (θηλ.ουσ)
tettònica (θηλ.ουσ) tibiàle (επίθ.)
tettònico (επίθ.) tibìcine (ουσ αρσ )
tettùccio (ουσ αρσ ) tibioastragàlico (επίθ.)
tèucrio (ουσ αρσ ) tibiotàrsico (επίθ.)
tèucro (ουσ αρσ ) tibùrio (ουσ αρσ )
tèucro (επίθ.) tiburtìno (αρσ. επίθ και ουσ)
teutònico (επίθ.) tic (ουσ αρσ )
Tévere (κύρ.όν. αρσ.) tic (επιφ.)
texàno (ουσ αρσ ) ticchettàre (ρ.αμτβ.)
texàno (επίθ.) ticchettìo (ουσ αρσ )
Thailàndia (κύρ.όν. θηλ.) tìcchio (ουσ αρσ )
thèrmos (ουσ αρσ ) ticchiolàto (επίθ.)
thrilling (ουσ αρσ ) ticchiolatùra (θηλ.ουσ)
thrilling (επίθ.) ticket (ουσ αρσ )
ti (ουσ αρσ και θηλ.) tictàc (επιφ.)
ti (προσωπ. αντων.) tiepidaménte (επίρ.)
tiamìna (θηλ.ουσ) tiepidézza (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: