Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

appiattàrsi (ρ. μ. αμτβ.) appiòmbo (επίρ.)
appiattiménto (ουσ αρσ ) appioppàre (ρ. μτβ.)
appiattìre (ρ. μτβ.) appisolàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
appiattìrsi (ρ. μ. αμτβ.) appisolato (επίθ.)
appiccàgnolo (ουσ αρσ ) applaudìre (ρ. μτβ.)
appiccàre (ρ. μτβ.) applauditóre (αρσ. επίθ και ουσ)
appiccarsi (ρ.μ. (αντων.)) applàuso (ουσ αρσ )
appiccicàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) applausòmetro (ουσ αρσ )
appiccicàrsi (ρ. μ. αμτβ.) applicàbile (επίθ.)
appiccicatìccio (αρσ. επίθ και ουσ) applicabilità (θηλ.ουσ)
appiccicatùra (θηλ.ουσ) applicàre (ρ. μτβ.)
appiccichìno (ουσ αρσ ) applicàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
appiccicóso (επίθ.) applicàto (ουσ αρσ )
appìcco (ουσ αρσ ) applicàto (επίθ.)
appiè (επίρ.) applicazióne (θηλ.ουσ)
appiedàre (ρ. μτβ.) appoderaménto (ουσ αρσ )
appiedàto (επίθ.) appoderàre (ρ. μτβ.)
appièno (επίρ.) appoggiabràccio (ουσ αρσ )
appigionaménto (ουσ αρσ ) appoggiacàpo (ουσ αρσ )
appigionàre (ρ. μτβ.) appoggiafèrro (ουσ αρσ )
appigliare (ρ. μτβ.) appoggiamàno (ουσ αρσ )
appigliàrsi (ρ. μ. αμτβ.) appoggiapièdi (ουσ αρσ )
appìglio (ουσ αρσ ) appoggiàre (ρ. μτβ.)
àppio (ουσ αρσ ) appoggiàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
appiòmbo (ουσ αρσ ) appoggiatèsta (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: