Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

àlgebra (θηλ.ουσ) alièno (ουσ αρσ )
algebricaménte (επίρ.) alièno (επίθ.)
algèbrico (επίθ.) alifàtico (επίθ.)
algebrìsta (ουσ αρσ και θηλ.) alimentàre (επίθ.)
àlgido (επίθ.) alimentàre (ρ. μτβ.)
algologìa (θηλ.ουσ) alimentàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
algorìtmico (επίθ.) alimentàrio (επίθ.)
algorìtmo (ουσ αρσ ) alimentarìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
algóso (επίθ.) alimentatóre (αρσ. επίθ και ουσ)
aliànte, aliànte (ουσ αρσ ) alimentazióne (θηλ.ουσ)
aliantìsta (ουσ αρσ και θηλ.) aliménto (ουσ αρσ )
alias (ουσ αρσ ) alìnea (ουσ αρσ )
àlibi (ουσ αρσ ) alìpede (αρσ. επίθ και ουσ)
alìce (θηλ.ουσ) alìquota (θηλ.ουσ)
alicìclico (επίθ.) aliscàfo (ουσ αρσ )
alienàbile (επίθ.) alisèi (ουσ αρσ πληθ.)
alienabilità (θηλ.ουσ) alitàre (ρ.αμτβ.)
alienànte (επίθ.) àlito (ουσ αρσ )
alienàre (ρ. μτβ.) alitòsi (θηλ.ουσ)
alienàrsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.) alizarìna (θηλ.ουσ)
alienatàrio (ουσ αρσ ) àlla (έναρθ. πρόθ.)
alienàto (ουσ αρσ ) allacciaménto (ουσ αρσ )
alienàto (επίθ.) allacciàre (ρ. μτβ.)
alienazióne (θηλ.ουσ) allacciatùra (θηλ.ουσ)
alienìsta (ουσ αρσ και θηλ.) allagaménto (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: