Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cuccàgna (θηλ.ουσ) cucìto (ουσ αρσ )
cuccàre (ρ. μτβ.) cucìto (επίθ.)
cuccétta (θηλ.ουσ) cucitóio (ουσ αρσ )
cucchiàia (θηλ.ουσ) cucitóre (ουσ αρσ )
cucchiaiàta (θηλ.ουσ) cucitrìce (θηλ.ουσ)
cucchiaìno (ουσ αρσ ) cucitùra (θηλ.ουσ)
cucchiàio (ουσ αρσ ) cucù (ουσ αρσ )
cucchiaióne (ουσ αρσ ) cucù (ονοματ.)
cùccia (θηλ.ουσ) cucùlo, cùculo (ουσ αρσ )
cucciàre (ρ.αμτβ.) cucùrbita (θηλ.ουσ)
cucciarsi (ρ.μ. (αντων.)) cucurbitàcee (θηλ. ουσ πληθ.)
cucciolàta (θηλ.ουσ) cùffia (θηλ.ουσ)
cùcciolo (ουσ αρσ ) cugìna (θηλ.ουσ)
cùcco (ουσ αρσ ) cuginànza (θηλ.ουσ)
cuccù (ουσ αρσ ) cugìno (ουσ αρσ )
cùccuma (θηλ.ουσ) cùi (αναφ. αντων.)
cucìna (θηλ.ουσ) culàccio (ουσ αρσ )
cucinàbile (επίθ.) culàta (θηλ.ουσ)
cucinàre (ρ. μτβ.) culatèllo (ουσ αρσ )
cucinière (ουσ αρσ ) culàtta (θηλ.ουσ)
cucinìno (ουσ αρσ ) culbiànco (ουσ αρσ )
cucinòtto (ουσ αρσ ) cul–de–sac (ουσ αρσ )
cucìre (ρ. μτβ.) culinària (θηλ.ουσ)
cucirìno (ουσ αρσ ) culinàrio (επίθ.)
cucìta (θηλ.ουσ) cùlla (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: