Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rupìcolo (επίθ.) rustichézza (θηλ.ουσ)
ruràle (ουσ αρσ ) rusticità (θηλ.ουσ)
ruràle (επίθ.) rùstico (ουσ αρσ )
ruscellétto (ουσ αρσ ) rùstico (επίθ.)
ruscèllo (ουσ αρσ ) rùta (θηλ.ουσ)
rùsco (ουσ αρσ ) rutènico (επίθ.)
rùspa (θηλ.ουσ) rutènio (ουσ αρσ )
ruspànte (αρσ. επίθ και ουσ) rutilànte (επίθ.)
ruspàre (ρ.αμτβ.) rùtilo (αρσ. επίθ και ουσ)
ruspàre (ρ. μτβ.) ruttàre (ρ.αμτβ.)
russaménto (ουσ αρσ ) ruttàre (ρ. μτβ.)
russàre (ρ.αμτβ.) ruttìno (ουσ αρσ )
Rùssia (θηλ.ουσ) rùtto (ουσ αρσ )
russificàre (ρ. μτβ.) ruttóre (ουσ αρσ )
russificazióne (θηλ.ουσ) ruvidézza (θηλ.ουσ)
rùsso (ουσ αρσ ) ruvidità (θηλ.ουσ)
rùsso (επίθ.) rùvido (επίθ.)
russofilìa (θηλ.ουσ) ruzzàre (ρ.αμτβ.)
russòfilo (αρσ. επίθ και ουσ) rùzzo (ουσ αρσ )
russofobìa (θηλ.ουσ) rùzzola (θηλ.ουσ)
russòfobo (αρσ. επίθ και ουσ) ruzzolàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rusticàggine (θηλ.ουσ) ruzzolàta (θηλ.ουσ)
rusticàle (επίθ.) ruzzolìo (ουσ αρσ )
rusticaménte (επίρ.) ruzzolóne (ουσ αρσ )
rusticàno (επίθ.) ruzzolóni (επίρ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: