Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αβγοθήκη  
ουσιαστικό θηλυκό

portauo`vo ~m~

αβγουλιέρα
ουσιαστικό θηλυκό

forma alternativa di [αβγοθήκη ^-ης, η^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αβγοειδής αβγολέμονο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---