Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αβγατίζω  
ρήμα μεταβατικό

moltiplica`re; accre`scere; aumenta`re αβγάτισε την περιουσία που του άφησε ο πατέρας του==ha accresciuto il patrimonio che gli ha lasciato suo padre

αβγατίζω
ρήμα αμετάβατο

moltiplica`rsi; cre`scere; aumenta`re τα λεφτά δεν αβγατίζουν από μόνα τους==i soldi non aumentano da soli

αβγατώ
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

variante di [αβγατίζω]

αυγατίζω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

variante di [αβγατίζω]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  άβγαλτος αβγατισμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---