Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αχαριστία, (raro) αχαριστιά  
ουσιαστικό θηλυκό

ingratitu`dine ~f~; irriconosce`nza ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αχαραχτήριστος αχάριστος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---