Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αγγαρεία  
ουσιαστικό θηλυκό

1 angheri`a ~f~
2 lavo`ro ~m~ che si è costre`tti a fare, specialme`nte gratis
3 militare corvée ~f~; servi`zio ~m~ comanda`to
4 incombe`nza ~f~ fastidio`sa; lavo`ro ~m~ ingra`to e sgradi`to θεωρεί αγγαρεία το μαγείρεμα==considera il cucinare un lavoro ingrato

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αγαστός αγγαρεμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---