Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›αγιόκλημα

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

αγιόκλημα  
ουσιαστικό ουδέτερο

botanica abbracciabo`schi ~m~; caprifo`glio ~m~

permalink
‹ αγιοκέρι
αγιο-Λάζαρος ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

αγιογραφικός [επίθ.]
αγιογράφος [ουσ αρσ και θηλ.]
αγιογραφώ {αγιογραφε...
αγιο-Δημήτρης gen τ' τ' ...
αγιοκέρι {αγιοκερ-ι...
αγιόκλημα {αγιοκλήμ-...
αγιο-Λάζαρος [ουσ αρσ ]
αγιο-Λιας ο gen τ' α...
αγιομάτιστος [επίθ.]
αγιο-Μηνάς [ουσ αρσ ]
αγιόμιστος [επίθ.]
Αγιονικολοβάρβαρα [ουσ ουδ πληθ.]
αγιονορείτης [ουσ αρσ ]
Αγιονορείτης [ουσ αρσ ]
αγιονορείτικος [επίθ.]
αγιονορείτικος [επίθ.]
αγιο-Παντελέημονας [ουσ αρσ ]
αγιοποιημένος [επίθ.]
αγιοποίηση [θηλ.ουσ]
αγιοποίησις [θηλ.ουσ]


{{ID:AGIOKLHMA100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti