Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Αγιορείτης  
ουσιαστικό αρσενικό

mo`naco ~m~ del Monte Athos

Αγιονορείτης
ουσιαστικό αρσενικό

variante di [Aγιορείτης]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αγιοποιώ αγιορειτικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---