Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


άψυχος  
επίθετο

1 mo`rto; esa`nime; inanima`to έσφιξε στην αγκαλιά της το άψυχο κορμί τον γιου της==si strinse al petto il corpo esanime del figlio
2 νωθρός fia`cco; noio`so; senza vivacità το ματς ήταν εντελώς άψυχο==la partita non è stata per niente vivace
3 ((figurato)) pusilla`nime; timoro`so; viglia`cco ένα άψυχο ανθρωπάκι==un ometto pusillanime

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αψυχολόγητος αψύχωτος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---