Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


άωτον  
ουσιαστικό ουδέτερο

colmo ~m~; cu`lmine ~m~; punto ~m~ culmina`nte το άκρον άωτον της κακογουστιάς==il colmo del cattivo gusto | το άκρον άωτον==il massimo; il non plus ultra; il colmo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  άωρος Β, β  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---