Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›αλειμμένος

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

αλειμμένος  
επίθετο

participio passato del verbo [αλείβω]

permalink
‹ άλειμμα
αλειτρούγητα ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

αλέθω Ρ αόρ. άλε...
αλειάνιστος [επίθ.]
αλείβομαι aor αλείφτ...
αλείβω {άλει-ψα, ...
άλειμμα {αλείμμ-ατ...
αλειμμένος [επίθ.]
αλειτρούγητα [θηλ.ουσ]
αλειτρούγητος [επίθ.]
αλειτρούητα [θηλ.ουσ]
αλειτρούητος [επίθ.]
αλείφτω aor άλειψα
αλείφω {άλει-ψα, ...
άλειωτος [επίθ.]
αλέκιαστος [επίθ.]
αλέκτορας [ουσ αρσ ]
άλεκτος [επίθ.]
αλέκτωρ [ουσ αρσ ]
Αλεξάνδρα [κύρ.όν. θηλ.]
Αλεξάνδρεια [κύρ.όν. θηλ.]
Αλεξανδρέτα [κύρ.όν. θηλ.]


{{ID:ALEIMMENOS100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti