GrecoItaliano


αλειτρούγητος
επίθετο

variante di [αλειτούργητος]

αλειτρούγητα
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [αλειτούργητα]

αλειτρούητος
επίθετο

variante di [αλειτούργητος]

αλειτρούητα
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [αλειτούργητα]

permalink



Sfoglia il dizionario




{{ID:ALEITOYRGHTOS100}}
---CACHE---