Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›αλκαλοειδής

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

αλκαλοειδής  
ουσιαστικό αρσενικό

alcalo`ide ~m~

permalink
‹ αλκάλιο
αλκαλοποιώ ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

αλκαλικός [επίθ.]
αλκαλικότης [θηλ.ουσ]
αλκαλικότητα [θηλ.ουσ]
αλκαλιμετρία [θηλ.ουσ]
αλκάλιο {αλκαλί-ου...
αλκαλοειδής [ουσ αρσ ]
αλκαλοποιώ [ρ. μτβ.]
αλκένιο {αλκενίου}
αλκή {χωρ. πληθ...
Άλκηστις [κύρ.όν. θηλ.]
Αλκιβιάδης [κύρ.όν. αρσ.]
άλκιμος [επίθ.]
Αλκίνοας [κύρ.όν. αρσ.]
Αλκμάνας ο gen Aλκμ...
αλκόλ {άκλ.}
αλκολικός [επίθ.]
αλκολικός ο αλκοολικ...
αλκολισμός {χωρ. πληθ...
αλκολούχος [επίθ.]
αλκοόλ {άκλ.}


{{ID:ALKALOEIDHS100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti