Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανθοπωλείο  
ουσιαστικό ουδέτερο

nego`zio ~m~ di fio`ri; (nego`zio del) fiora`io ~m~; (nego`zio del) fiori`sta ^mf^

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανθόπλεχτος ανθοπώλης  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---