GrecoItaliano


ανθοπώλης  
ουσιαστικό αρσενικό

fiora`io ~m~; fiori`sta ~m~

ανθοπώλισσα
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [ανθοπώλης ^-η, ο^]
2 fiora`ia ~f~; fiori`sta ~f~

ανθοπώλις
ουσιαστικό θηλυκό

forma arcaica di [ανθοπώλισσα ^-ας, η^]

permalink



Sfoglia il dizionario




{{ID:ANQOPWLHS100}}
---CACHE---