Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανθοπώλης  
ουσιαστικό αρσενικό

fiora`io ~m~; fiori`sta ~m~

ανθοπώλις
ουσιαστικό θηλυκό

forma arcaica di [ανθοπώλισσα ^-ας, η^]

ανθοπώλισσα
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [ανθοπώλης ^-η, ο^]
2 fiora`ia ~f~; fiori`sta ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανθοπωλείο άνθος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---