ανταγωνιστής
ουσιαστικό αρσενικό
antagoni`sta ~m~; concorre`nte ~m~; riva`le ~m~
ανταγωνιστές
ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός
la concorre`nza ~f~
ανταγωνίστρια
ουσιαστικό θηλυκό
1 femminile di [ανταγωνιστής ^-ή, ο^]
2 antagoni`sta ~f~; concorre`nte ~f~; riva`le ~f~
ουσιαστικό αρσενικό
antagoni`sta ~m~; concorre`nte ~m~; riva`le ~m~
ανταγωνιστές
ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός
la concorre`nza ~f~
ανταγωνίστρια
ουσιαστικό θηλυκό
1 femminile di [ανταγωνιστής ^-ή, ο^]
2 antagoni`sta ~f~; concorre`nte ~f~; riva`le ~f~
permalink
ανταγωνιστές [ουσ αρσ πληθ.]
ανταγωνιστής [ουσ αρσ ]
ανταγωνίστρια {ανταγωνισ...
---CACHE---
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
