GrecoItaliano


ανταγωνιστής  
ουσιαστικό αρσενικό

antagoni`sta ~m~; concorre`nte ~m~; riva`le ~m~

ανταγωνιστές
ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός

la concorre`nza ~f~

ανταγωνίστρια
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [ανταγωνιστής ^-ή, ο^]
2 antagoni`sta ~f~; concorre`nte ~f~; riva`le ~f~

permalink



Sfoglia il dizionario




{{ID:ANTAGWNISTHS100}}
---CACHE---