GrecoItaliano


αντικατοπτρισμός  
ουσιαστικό αρσενικό

mira`ggio ~m~

αντικαθρέφτισμα
ουσιαστικό ουδέτερο

lo stesso che [αντικατοπτρισμός ^-ού, ο^]

permalink



Sfoglia il dizionario




{{ID:ANTIKATOPTRISMOS100}}
---CACHE---