Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


απεξάρτηση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 il diveni`re indipende`nte; indipende`nza απεξάρτηση από την οικογένεια==indipendenza dalla famiglia
2 medicina disintossicazio`ne ~f~

απεξάρτησις
ουσιαστικό θηλυκό

forma arcaica di [απεξάρτηση ^-ης, η^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  απένταρος απέξαρχης  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---