GrecoItaliano


αθλητικός  
επίθετο

1 atle`tico; sporti`vo αθλητικά νέα==notizie sportive | αθλητικό πνεύμα==spirito sportivo
2 atle`tico; aita`nte αυλητικό σώμα==corpo atletico

αθλητικότατος
επίθετο

superlativo di [αθλητικός]

αθλητικώτατος
επίθετο

superlativo di [αθλητικός]

αθλητικότερος
επίθετο

comparativo di [αθλητικός]

αθλητικώτερος
επίθετο

comparativo di [αθλητικός]

permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


τα αθλητικά είδη = articoli [αρσ. πλυθ.] sportivi || το αθλητικό στάδιο = palazzo [αρσ.] dello sport



Sfoglia il dizionario




{{ID:AQLHTIKOS100}}
---CACHE---