GrecoItaliano


αρχισυντάκτης  
ουσιαστικό αρσενικό

caporedatto`re ~m~; redatto`re ~m~ capo

αρχισυντάκτρια
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [αρχισυντάκτης ^-η, ο^]
2 caporedattri`ce ~m~; redattri`ce ~m~ capo

αρχισυντάχτης
ουσιαστικό αρσενικό

variante di [αρχισυντάκτης ^-η, ο^]

αρχισυντάχτρια
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [αρχισυντάκτρια ^-ας, η^]

permalink



Sfoglia il dizionario




{{ID:ARCISYNTAKTHS100}}
---CACHE---