GrecoItaliano


αρχιτέκτονας  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

archite`tto ~m~

αρχιτεκτόνισσα
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [αρχιτέκτονας ^-α, ο^]
2 architetto ~m~

αρχιτέχτονας
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

variante di [αρχιτέκτονας]

permalink



Sfoglia il dizionario




{{ID:ARCITEKTONAS100}}
---CACHE---