αρχιτέκτονας
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό
archite`tto ~m~
αρχιτεκτόνισσα
ουσιαστικό θηλυκό
1 femminile di [αρχιτέκτονας ^-α, ο^]
2 architetto ~m~
αρχιτέχτονας
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό
variante di [αρχιτέκτονας]
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό
archite`tto ~m~
αρχιτεκτόνισσα
ουσιαστικό θηλυκό
1 femminile di [αρχιτέκτονας ^-α, ο^]
2 architetto ~m~
αρχιτέχτονας
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό
variante di [αρχιτέκτονας]
permalink
αρχιτέκτονας {αρχιτεκτό...
αρχιτεκτόνισσα {αρχιτεκτο...
---CACHE---

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android