GrecoItaliano


αρπακτικός  
επίθετο

1 predato`re
2 predato`rio
3 rapa`ce

αρπαχτικός
επίθετο

variante di [αρπακτικός]

αρπακτικότατος
επίθετο

superlativo di [αρπακτικός]

αρπαχτικότατος
επίθετο

superlativo di [αρπακτικός]

αρπακτικώτατος
επίθετο

superlativo di [αρπακτικός]

αρπακτικότερος
επίθετο

comparativo di [αρπακτικός]

αρπαχτικότερος
επίθετο

comparativo di [αρπακτικός]

αρπακτικώτερος
επίθετο

comparativo di [αρπακτικός]

permalink



Sfoglia il dizionario


αρπακτικός [επίθ.]
αρπακτικότατος [επίθ.]
αρπακτικότερος [επίθ.]
αρπακτικώτατος [επίθ.]
αρπακτικώτερος [επίθ.]
αρπαχτικός [επίθ.]
αρπαχτικότατος [επίθ.]
αρπαχτικότερος [επίθ.]


{{ID:ARPAKTIKOS100}}
---CACHE---