Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βάζο  
ουσιαστικό ουδέτερο

vaso ~m~ (specialme`nte per fio`ri) ένα βάζο τουρσί==un vaso di sottaceti | κρυστάλλινο βάζο==vaso da fiori di cristallo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βαζελίνη βαζοπρεσίνη  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---