Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δαιμόνιος  
επίθετο

1 diabo`lico; inferna`le δαιμόνιο μηχάνημα==macchina infernale
2 έξιπνος genia`le δαιμόνιος δημοσιογράφος==giornalista abilissimo, di diabolica abilità
3 genia`le; ispira`to δαιμόνιος σκηνοθέτης==un regista geniale

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δαιμονιόπληκτος δαιμονισμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---