Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δαιμονίζομαι
ρήμα παθητικό

1 indemonia`rsi
2 diventa`re un demo`nio; infuria`rsi; pe`rdere il contro`llo di sé δαιμονίζομαι όταν βλέπω τέτοια πράγματα==divento un demonio quando vedo certe cose

δαιμονίζω  
ρήμα μεταβατικό

fare arrabbia`re; fare infuria`re; far impazzi`re η υποκρισία του με δαιμονίζει==la sua ipocrisia mi fa infuriare

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δαιμονιακός δαιμονικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---