Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›δασοφύλακας

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

δασοφύλακας  
ουσιαστικό αρσενικό

gua`rdia ~f~ foresta`le; foresta`le ~m~

permalink
‹ δασότοπος
δασύθριξ ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

δάσος {δάσ-ους |...
δασοσκέπαστος [επίθ.]
δασοσκεπής [επίθ.]
δασοτόπι [ουσ ουδ.]
δασότοπος {-ου κ. -ό...
δασοφύλακας {δασοφυλάκ...
δασύθριξ [ουσ αρσ και θηλ.]
δασύλλιο {δασυλλί-ο...
δασύνομαι [ρ. παθ.]
δασυνόμενος [επίθ.]
δασύνω {δάσυν-α, ...
δασύουρος [ουσ αρσ ]
δασύς {δασ-ιού κ...
δασύτατος [επίθ.]
δασύτερος [επίθ.]
δασύτητα [θηλ.ουσ]
δασύτριχος [επίθ.]
δασώδης {δασώδ-ους...
δασωμένος [επίθ.]
δασώνω {δάσω-σα, ...


{{ID:DASOFYLAKAS100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti