Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δοσατζής  
ουσιαστικό αρσενικό

negozia`nte ~mf~ che vende a rate

δοσατζού
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [δοσατζής]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δοσάς δόση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---